- συμμετεωρίζομαι
- ΜΑμσν.χαριεντίζομαι, αστειεύομαι μαζί με άλλοναρχ.1. υψώνομαι ταυτόχρονα με άλλον («τῷ μετεωρισμῷ τοῡ ἐδάφους συμμετεωρισθεῑσαν καὶ τὴν θάλασσαν», Στράβ.)2. (για την αναπνοή) γίνομαι κατ' επιπολήν συγχρόνως3. μτφ. είμαι ανήσυχος ταυτόχρονα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μετεωρίζομαι «ανυψώνομαι, αστειεύομαι» (< μετέωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.